ὁμόγαμβροι

ὁμόγαμβροι
ὁμό-γαμβροι, οἱ,
A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομόγαμβροι — ὁμόγαμβροι, οἱ (Α) αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γαμβρός] …   Dictionary of Greek

  • ὁμόγαμβροι — sons in law of the same person masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”